- μειοψηφώ
- μειοψηφώ, μειοψήφησα βλ. πίν. 73
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
μειοψηφώ — και μειονοψηφώ, έω [μειοψηφία] διαθέτω ή παίρνω λιγότερους ψήφους από το μισό ενός συνόλου, έχω μειοψηφία … Dictionary of Greek
μειοψηφώ — μειοψήφησα, έχω μειονοψηφία, μειονοψηφώ (βλ. λ.): Το σοσιαλιστικό κόμμα μειοψήφησε στις εκλογές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μειονοψηφώ — έω βλ. μειοψηφώ … Dictionary of Greek